ζιζάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. * * * το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι) άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και… … Dictionary of Greek
ζιζανεύω — [ζιζάνιο] σπείρω ζιζάνια, διχόνοιες, έριδες, σκάνδαλα … Dictionary of Greek
ζιζανιώδης — ζιζανιώδης, ῶδες (Α) (μτφ. για τις αιρέσεις) αυτός που μοιάζει με ζιζάνιο. επίρρ... ζιζανιωδῶς (Α) με τρόπο ζιζανίου, σαν ζιζάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + κατάλ. ώδης, πρβλ. ακανθ ώδης, τρικυμι ώδης] … Dictionary of Greek
βρόμη — Πόα μονοετής της οικογένειας των μονοκοτυλήδονων αγρωστωδών, που καλλιεργείται ευρύτατα για την παραγωγή σανού διατροφής ιπποειδών, βοοειδών κλπ. και για την εξαιρετική θρεπτική αξία των σπερμάτων της. Σχηματίζει μικρές τούφες από όρθια στελέχη,… … Dictionary of Greek
ζιζανόπαιδο — το παιδί ζιζάνιο, ανήσυχο, άτακτο, ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιζάνιο + παιδο (< παιδί), πρβλ. ομορφό παιδο, παλιό παιδο] … Dictionary of Greek
καψέλλα — Μονοετής πόα (Capsella bursa pastoris) της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), πολύ κοινή κατά μήκος των αγροτικών δρόμων. Είναι ζιζάνιο των αγρών, διαδεδομένο ακόμα και στις κατοικημένες περιοχές, όπου φύεται στις βάσεις των τοίχων. Έχει… … Dictionary of Greek
ανθεμίδα — (anthemis). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενών των εύκρατων περιοχών του βόρειου ημισφαιρίου. Είναι φυτά διακοσμητικά, φαρμακευτικά ή ζιζάνια, με έντονη μυρωδιά. Τα φύλλα τους είναι επαλλάσσοντα… … Dictionary of Greek
κίρσιο — (Cirsium). Γένος διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 200 είδη των εύκρατων χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Τα φυτά αυτά είναι ζιζάνια, τα περισσότερα με αγκαθωτά ή λοβωτά φύλλα. Τα άνθη τους… … Dictionary of Greek
ήρα — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού δωδεκάθεου, σύζυγος του Δία. Αντιπροσωπεύοντας το πρότυπο της γυναίκας στη συζυγική ζωή, η Ή. ονομαζόταν γαμηλία και ζυγία. Μερικοί μύθοι διηγούνται την κακομεταχείριση της Ή. από τους Σειληνούς και τον… … Dictionary of Greek
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek